Κοντά στο χωριό Ξιδάς, στο Καστέλι Πεδιάδας, σώζονται τα ερείπια της Λύττου η Λύκτου, μιας από τις αρχαιότερες, σπουδαιότερες και ισχυρότερες πόλεις της Κρήτης, αντίζηλος της Κνωσού με την οποία βρισκόταν συχνά σε πόλεμο. Ήταν κτισμένη στους πρόποδες του ιερού βουνού, της Δίκτης. Κατά τη μυθολογία οι γονείς της Ρέας, έστειλαν τη θυγατέρα τους στη Λύττο για να γεννήσει εδώ, μακριά από τον Κρόνο. Το όνομά της το πήρε από τον κτήτωρά της, Λύκτο, γιο του Λυκάονα.
Πιθανότατα είναι η αρχαιότερη εγκατάσταση των Δωριέων στη Κρήτη. Ιδρύθηκε από Δωριείς της Σπάρτης και ντόπιους Μινωίτες γύρω στο 1000 π.Χ., αλλά οι συνθήκες ίδρυσης και ανάπτυξης της σε ισχυρή πόλη παραμένουν άγνωστες. Οι σχέσεις της Σπάρτης με τη Λύττο ήταν σχέσεις μητρόπολης προς αποικία. Οι Λύττιοι θεωρούνταν ως οι ισχυρότεροι και γενναιότεροι Κρήτες.
Σύμφωνα με νεότερη άποψη, η πόλη ιδρύθηκε από τους κατοίκους του σημαντικού μινωικού κέντρου των Μαλίων, που φαίνεται ότι είχε ίσως την ονομασία Λύκτος, Την άποψη αυτή στηρίζει και η παράδοση η οποία μιλάει για αιματηρή λατρεία, γεγονός που μάλλον δείχνει ότι ήταν πολύ αρχαιότερη από τη δωρική κατάκτηση.
Γεγονός είναι, ότι η Λύττος πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, όπου έστειλε στρατό με τον Κοίρανο, το σύντροφο και αμαξήλάτη του Μηριόνη. ο οποίος έσωσε τον Ιδομενέα από το κοντάρι του Έκτορα, θυσιάζοντας τον εαυτό του.
Χτισμένη αμφιθεατρικά, σαν πολλά από τα σημερινά κρητικά χωριά, σε οχυρότατη θέση και σε υψόμετρο 650 μ., στις δυτικές ριζοβουνιές των Λασιθιωτικων βουνών, δεν ήταν περιτειχισμένη. Η ακρόπολή της βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου, όπου είναι σήμερα τα ερείπια ανεμόμυλων και η εκκλησία του Σταυρού.
Παρόλη την αρχαιότητά της η Λύττος ήκμασε κυρίως κατά τους ιστορικούς χρόνους. Κυριαρχούσε σε όλη την Ανατολική Κρήτη, στις σημερινές περιοχές της Πεδιάδας, της Χερσονήσου, του Λασιθίου, του Μεραμπέλου, και της Βιάννου. Η Μίλατος (στον κόλπο των Μαλίων) και ή Χερσόνησος ανήκαν στη Λύττο και ήταν τα λιμάνια της. Αμφισβήτησε για πολύν καιρό την πρώτη θέση ανάμεσα στις κρητικές πόλεις και γι αυτό βρισκόταν συχνά σε πόλεμο με την Κνωσό. Καταστράφηκε από την Κνωσό στα 220 π.Χ. κατά τον Λύττιο πόλεμο και για κάμποσα χρόνια έμεινε σε ερείπια.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως οι Λύττιοι έκαναν ένα μεγάλο σφάλμα. Επειδή βρισκόταν σε πόλεμο και με τους Ιεραπύτνιους απομακρύνθηκαν από την πόλη τους, δίχως να αφήσουν αρκετή φρουρά. Οι Κνώσιοι το πληροφορήθηκαν και κατάλαβαν την Λύττο δίχως πόλεμο, αιχμαλώτισαν τα γυναικόπαιδα, τα πήραν στην Κνωσό και, αφού έκαψαν την πόλη, την ανάσκαψαν από τα θεμέλια. Οι Λύττιοι, όταν γύρισαν και είδαν την καταστροφή, απελπίστηκαν τόσο, που δεν είχαν κουράγιο να ξανακτίσουν την ερειπωμένη πόλη τους. Αφού θρήνησαν τη μοίρα τους πήγαν στη Λάππα, όπου τους δέχτηκαν με συμπάθεια και τους περιποιήθηκαν.
Αργότερα η Λύττος ξανακτίστηκε με τη βοήθεια της Σπάρτης κι αν δεν απόκτησε την παλιά της δύναμη, ασφαλώς έγινε μια από τις πιο σπουδαίες κρητικές πόλεις.
Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια πλουτίστηκε με μεγάλα δημόσια οικοδομήματα και γνώρισε νέα περίοδο ακμής και ανάπτυξης. Τα αγάλματα των ρωμαίων Μάρκου Αυρηλίου και Τραϊανού, που είναι σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου βρέθηκαν εδώ. Η πόλη έκοψε το 450 π.Χ. νομίσματα που απεικόνιζαν αετό με ανοιγμένα φτερά (το πουλί του Δία) και κεφάλι αγριόχοιρου. Στη Λύττο γίνονταν γιορτές με το όνομα «Περιβλημαία», που σχετιζόταν, όπως και τα «Εκδύσια της Φαιστού» με τον θεσμό της εφηβείας.
Στον αρχαιολογικό χώρο σώζονται τα αναλημματικά τείχη των τριών τεχνητών ανδήρων, πάνω στα οποία είχε κτιστεί η πόλη και το τείχος της ακρόπολης της που χτίστηκε τον 7ο αι. π.Χ.
Είναι ορατά ερείπια οικοδομημάτων των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Το πιο σημαντικό ανασκαμμένο οικοδόμημα ήταν το Βουλευτήριο της πόλης του, που ιδρύθηκε στα χρόνια του Αδριανού, που αναφέρεται σε πολλές επιγραφές, και καταστράφηκε από τον σεισμό του 365 μ.Χ. Η μεγάλη αίθουσα είχε τέσσερις σειρές εδράνων, δάπεδο με μαρμάρινες πλάκες και ορθομαρμάρωση στο κάτω μέρος των τοίχων.
Μνημειώδες δημόσιο έργο, που σώζεται σε πολλά σημεία είναι το υδραγωγείο της, ένα τεράστιο τεχνικό έργο που κατασκευάστηκε στα χρόνια του Αδριανού (2ος αι. μ.Χ.).
Σήμερα στη θέση της αρχαίας πόλης υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Τιμίου Σταυρού.