Η πόλη των Γουρνιών, που το αρχαίο όνομα της παραμένει άγνωστο, άκμασε στην αρχή της Υστερομινωικής περιόδου (1600 π.Χ.) και ο πληθυσμός της πρέπει να έφτανε τις 4000.
Αποτελεί το πληρέστερα ανασκαμμένο νεοανακτορικό οικιστικό σύνολο της Μινωικής εποχής σε όλη την Κρήτη.
Λίγο πριν από το τέλος της μινωικής περιόδου η πόλη των Γουρνιών καταστράφηκε από φωτιά, λεηλατήθηκε και δεν ξανακτίστηκε πια.
Η ονομασία του χώρου οφείλεται στις μικρές γούρνες, που βρέθηκαν εκεί πριν από την ανασκαφή και ανήκαν στα σπίτια του μινωικού συνοικισμού. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα, κυρίως στα ορεινά χωριά της Κρήτης, κάθε σπίτι έχει μπροστά στην πόρτα του το πέτρινο ή και το ξύλινο γουρνί ή γουρνίδι, όπου τρέφει και ποτίζει το σκύλο του ή το χοίρο του ο χωρικός.
Ο οικισμός των Γουρνιών μας δίνει σαφή και ξεκάθαρη εικόνα της καθημερινής ζωής των Μινωιτών.
Κύριες ασχολίες των κατοίκων της Μινωικής πολιτείας ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η οικοδομική, η υφαντουργία και η αγγειοπλαστική, όπως μαρτυρούν τα διάφορα εργαλεία, που βρέθηκαν... τα πριόνια, οι σμίλες, οι βελόνες, τα σφυριά διαφόρων τύπων και χρήσεων, τα αγκίστρια ψαρέματος κ.λπ. Ένας περίφημος αμφορέας με σφαιρικό πώμα στολισμένο με ένα χταπόδι, πραγματικό αριστούργημα, δείχνει την τελειότητα της τέχνης των αγγειοπλαστών του οικισμού.
Η πόλη, ανοχύρωτη, είναι κτισμένη πάνω σε χαμηλό λόφο, έχει σχήμα ακανόνιστο και χωρίζεται σε «συνοικίες» από τους λιθόστρωτους δρόμους, που τη διασχίζουν από το Βορρά προς το Νότο και διασταυρώνονται με άλλους κάθετους. Οι δρόμοι είναι ανηφορικοί και γι’ αυτό ακολουθούν κλιμακωτά επίπεδα, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στα ορεινά χωριά της Κρήτης. Τα σπίτια είχαν συνήθως μια μόνο πόρτα προς το δρόμο και πολλά ήταν διώροφα.
Στη μέση της πολιτείας, στο πιο ψηλό σημείο, ήταν ένα πιο μεγάλο οικοδόμημα, το ανάκτορο του τοπικού άρχοντα. Νότια του ανακτόρου ,ευρύχωρος επίπεδος χώρος χρησίμευε σαν αγορά ή σαν τόπος για την τέλεση εορτών.
Με το χώρο αυτό επικοινωνούσε το ανάκτορο με μια σκάλα. Στη μεγάλη αυτή αυλή υπήρχε εξέδρα, απ' όπου ο άρχοντας, που συγκέντρωνε την πολιτική και θρησκευτική εξουσία της πολιτείας, ερχότανε σ' επαφή με το λαό του. Βόρεια του ανακτόρου, στο κέντρο σχεδόν της πολιτείας, υπήρχε μικρό ιερό, όπου οδηγούσε αδιέξοδος στενός (1,50 μ.) δρόμος, με πολυπερπατημένο λιθόστρωτο, γεγονός που δείχνει, ότι το ιερό ήταν πολυσύχναστο και μάλλον δημόσιο, σε αντίθεση με τα περισσότερα Μινωικά ιερά. Μέσα σ' αυτό βρέθηκαν πολλά αντικείμενα λατρείας, πήλινο είδωλο της λατρευόμενης Θεάς, με τα χέρια υψωμένα, τυλιγμένα με φίδια, πήλινος τριποδικός βωμός, διπλοί πελέκεις κ.λπ.
Στα Γουρνιά βρέθηκαν αρκετά οικιακά σκεύη και εργαλεία, όμοια με τα σημερινά, που χύνουν άπλετο φως στον ιδιωτικό βίο των Μινωιτών, όπως και ωραιότατα γραπτά αγγεία.
Η μινωική πόλη των Γουρνιών δεν ήταν πλούσια. Οι κάτοικοι της ζούσαν από τη γεωργία και από μέτρια βιοτεχνία, ενώ ο άρχοντας της ζούσε κοντά και ανάμμεσα στους υπηκόους του, όπως μαρτυρά η θέση του «παλατιού» του.