Στους νότιους πρόποδες των Αστερουσίων, στο κόλπο όπου σήμερα βρίσκεται ο ήσυχος οικισμός του Λέντα, άκμασε κατά την αρχαιότητα η πόλη Λεβήνα, επίνειο της Γόρτυνας και διάσημη για το Ασκληπιείο της το οποίο επισκέπτονταν προσκυνητές από όλη τη Κρήτη και τη Λιβύη.
Το τοπωνύμιο πιθανότατα είναι φοινικικό (Λάβι=Λέων) και οφείλεται στη μορφή του δυτικού ακρωτηρίου που θυμίζει κεφάλι λέοντα.
Η κατοίκιση στη περιοχή ξεκίνησε από την ύστερη Νεολιθική, ενώ κατά τη πρωτομινωική περίοδο άκμαζε οικισμός ο οποίος ήδη είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο, την Ανατολή και τις Κυκλάδες, όπως μαρτυρούν τα πλούσια ευρήματα από τις ανασκαφές στους πρωτομινωικούς τάφους της περιοχής.
Η πόλη της Λεβήνας ωστόσο γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα Ελληνιστικά και κυρίως τα Ρωμαϊκά χρόνια με την εδραίωση της Γόρτυνας ως της ισχυρότερης Κρητικής πόλης. Η Λεβήνα υπήρξε το επίνειο της και εκεί οι Γορτύνιοι ίδρυσαν το ιερό του Ασκληπιού τον 4ο αι. π.Χ. κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου ιερού της Επιδαύρου.
Στο ιερό, που χτίστηκε στη θέση ιαματικής πηγής, λατρευόντουσαν ο Ασκληπιός και η Υγεία και αποτέλεσε φημισμένο κέντρο υδροθεραπείας, φυσιοθεραπείας και ψυχιατρείο της εποχής.
Στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. τη περιοχή συγκλόνισε μεγάλος σεισμός, ο οποίος σώριασε το ιερό και μεγάλο τμήμα της πόλης σε ερείπια. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως η θάλασσα απομακρύνθηκε από την ξηρά 7 στάδια. Παρόλαυτά η πόλη ξαναχτίστηκε και για αρκετούς αιώνες συνέχισε να αποτελεί σημαντικότατο εμπορικό κέντρο. Κατά τη πρώτη βυζαντινή περίοδο στη περιοχή κτίστηκαν 2 αξιόλογες βασιλικές, ίχνη των οποίων είναι ορατά και σήμερα. Το τέλος της κατοίκισης στη περιοχής σηματοδότησαν οι συνεχείς επιδρομές των πειρατών κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, που αποτέλεσαν και προάγγελο της επερχόμενης Αραβικής κατοχής.
Αν και δεν υπάρχει κάποιος οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος, μέσα και γύρω από τον οικισμό του σημερινού Λέντα, είναι εμφανή τα ίχνη από το παρελθόν της περιοχής.
Ξεχωρίζει το Ασκληπιείο, χτισμένο σε τεχνητό πλάτωμα στο οποίο οδηγούσε μνημειώδης σκάλα. Το πλάτωμα σκεπαζόταν με μαρμάρινες πλάκες ενώ περιμετρικά ήταν διακοσμημένο με μωσαϊκό.
Από το ναό σήμερα σώζονται οι τοίχοι του, χτισμένοι από πλίνθους και επενδυμένοι από λευκό μάρμαρο και δύο μεγάλοι μαρμάρινοι κίονες. Στο δυτικο τοίχο, σώθηκε η μεγάλη βάση (6 μ. μήκος) πάνω στη οποία ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, τα οποία πριν αρκετές δεκαετίες κατέστρεψαν οι χωρικοί αναζητώντας κάποιο θησαυρό.
Βόρεια του ναού υπήρχε μεγάλη στοά στην οποία κατά πάσα πιθανότητα βρισκόντουσαν τα καταλύματα των ιερέων και το άβατο του ναού, στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ασθενείς επισκέπτες για να κοιμηθούν και ύστερα από βαθύ ύπνο και θαυματουργά όνειρα να ξυπνήσουν υγιείς. Στο ανατολικό άκρο του ναού βρέθηκε μια κρήνη, το αρχαιότερο ίσως κέντρο του ναού και το σημείο της ιαματικής πηγής πάνω στην οποία χτίστηκε.
Σημαντικό επίσης εύρημα στο χώρο είναι ο αποκαλούμενος «θησαυρός» στη δυτική στοά του ναού. Κάτω από το δάπεδό της βρέθηκε επόμενο ψηφιδωτό δάπεδο σε δύο μέρη, που το ένα απεικονίζει ιππόκαμπο πλαισιωμένο από αλλεπάληλες σπείρες και το άλλο δύο φοίνικες.
Το δάπεδο αυτό, κάλυπτε υπόγειο διαμέρισμα, το οποίο σφραγιζόταν από κάλυμα με «κλειδαριά». Το κάλυμα αυτό βρέθηκε σπασμένο μέσα στη κρύπτη, από σηλυτές των υστερορωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων. Μέσα στη κρύπτη, όπως φανερώνει επιγραφή, φυλάσσονταν όλα τα αφιερώματα στο θεό Ασκληπιό.
Ανατολικά του Ασκληπιείου, ανασκάφηκε πρωτοχριστιανική βασιλική του 5ου-6ου αι. μ.Χ.. Η βασιλική είναι τρίκλιτη, ξυλόστεγη με νάρθηκα για το χτίσιμο της οποίας χρησιμοποιήθηκαν υλικά από κτίρια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Εμφανίζει δύο οικοδομικές φάσεις. Αρχικά χτίστηκε στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. για να ανεγερθεί ξανά, με το ίδιο μέγεθος και σχήμα, μετά από καταστροφή στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ.