Βρίσκεται κοντά στο χωριό Κολυμπάρι, σε απόσταση 24 χλμ. από τα Χανιά, σε μια γραφική περιοχή, στο μυχό ενός μεγάλου κόλπου.
Είναι από τα μεγαλύτερα και πιο καλά διατηρημένα μοναστήρια της Κρήτης με φρουριακή μορφή και ένα τρίκογχο Καθολικό με δύο παρεκκλήσια. Απέναντι ακριβώς, σε μια βουνοπλαγιά, υπάρχει δίκλιτος ναός που σήμερα χρησιμοποιείται ως «νεκροταφειακός» για τους μοναχούς.
Πριν από το 17ο αιώνα υπήρχαν πολλά μοναστήρια στην περιοχή. Οι μοναχοί των μοναστηριών αυτών αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα μεγάλο, καλά οργανωμένο μοναστήρι σύμφωνα με το κοινοβιακό σύστημα. Πρώτος κτήτορας ήταν ο μοναχός Βλάσσιος από την Κύπρο, ο οποίος κατά την παράδοση άρχισε το χτίσιμο της Μονής στο σημείο που τον οδήγησε η Παναγία. Γι' αυτό τον λόγο, η μονή που χτίστηκε το 1618-1637, είναι αφιερωμένη στην Οδηγήτρια.
Η μονή υπήρξε πόλος έλξης πολλών ασκητών και ερημιτών και γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Ενετοκρατίας. Την έπληξε η τουρκική κατάκτηση το 1645, αλλά είχε την τύχη να διοικείται από σημαντικούς εκκλησιαστικούς άντρες (όπως ο Ησαΐας Διακόπουλος), οι οποίοι όχι μόνο διατήρησαν την περιουσία της, αλλά εισήγαγαν και τη διδασκαλία των γραμμάτων και τεχνών μέσα στο μοναστήρι. Πριν από την τουρκική λεηλασία, οι μοναχοί είχαν φροντίσει να στείλουν σε άλλες ελληνικές περιοχές 40 πολύτιμες εικόνες από το μοναστήρι, οι οποίες επιστράφηκαν μετά την Επανάσταση. Δυστυχώς, λεηλατήθηκε ξανά το 1866.
Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα στο μουσείο της Μονής μπορεί κανείς να θαυμάσει τον πλούτο των εικόνων και των χειρογράφων. Ξεχωριστή θέση κατέχουν η Σταύρωση του Χριστού, η εικόνα του Αγ. Νικολάου (1637), η πολυπρόσωπη εικόνα Ιστορία του Ιωσήφ, του Νείλου (1642), δύο ακόμη εικόνες του Αγ. Νικολάου (15ου και 17ου αι.), η Μεταμόρφωση (15ος αι.), η Παναγία η Ελεούσα (15ος αι.), Χριστός ο Μέγας Αρχιερεύς (15ος αι.). Στο μουσείο υπάρχουν ακόμη και οι δύο παλιοί Κώδικες της Μονής με πλούσια στοιχεία από την ιστορία της, άλλα χειρόγραφα και ιερά σκεύη.